- χαιρετισμοῦ
- χαιρετισμόςgreetingmasc gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σαλαάμ — το, Ν άκλ. φρ. «σαλαάμ τικ» ιατρ. σύνδρομο, χαρακτηριζόμενο από μεγάλης συχνότητας κινήσεις τής κεφαλής που μοιάζουν με την κίνηση χαιρετισμού, την οποία συνηθίζουν να κάνουν οι Ανατολίτες, σύνδρομο που παρατηρείται κατά την πρώτη παιδική ηλικία… … Dictionary of Greek
αντίο — 1. αποχαιρετιστήριο επιφώνημα, ανάλογο προς το χαίρε, χαίρετε, γεια σας 2. (για οριστικό χωρισμό ή απώλεια) «αντίο για πάντα», «αντίο νεότης». [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. addio < πρόθ. α + dio «θεός», λατ. deus (πρβλ. γαλλ. adieu, ισπαν. adios)… … Dictionary of Greek
αντιχαιρετισμός — ο ανταπόδοση χαιρετισμού … Dictionary of Greek
καλημέρα — (Μ καλημέρα) 1. επιφών. χαιρετισμού 2. ως ουσ. η καλημέρα ο χαιρετισμός με το επιφών. ευχής «καλημέρα» 3. (γενικά) χαιρετισμός, κοινωνική σχέση και γνωριμία («δεν θέλω ούτε την καλημέρα σου»). [ΕΤΥΜΟΛ. «Σύνθ. εκ συναρπαγής» από τη φρ. καλή… … Dictionary of Greek
καλημερούδια — επιφών. χαιρετισμού το οποίο δηλώνει τρυφερότητα και οικειότητα, αντί τού «καλημέρα». [ΕΤΥΜΟΛ. Υποκορ. τού καλημέρα* σχηματισμένο με την υποκορ. κατάλ. ούδια, πληθ. τής κατάλ. ούδι (πρβλ. μαθητ ούδι* τρυφερ ούδι)] … Dictionary of Greek
καλησπέρα — 1. επιφών. χαιρετισμού κατά τις βραδινές ώρες 2. ως ουσ. η καλησπέρα ο χαιρετισμός με την ευχή «καλησπέρα». [ΕΤΥΜΟΛ. «Σύνθ. εκ συναρπαγής» από τη φρ. καλήν εσπέραν] … Dictionary of Greek
καλησπερούδια — επιφών. χαιρετισμού κατά τις βραδινές συναντήσεις που δηλώνει τρυφερότητα και οικειότητα, αντί τού «καλησπέρα». [ΕΤΥΜΟΛ. Υποκορ. τού καλησπέρα* σχηματισμένο με την υποκορ. κατάλ. ούδια, πληθ. τής κατάλ. ούδι (πρβλ. μαθητ ούδι, τρυφερ ούδι)] … Dictionary of Greek
κλαρίνο — Ξύλινο πνευστό μουσικό όργανο. Βλ. λ. κλαρινέτο. * * * το 1. λαϊκή ονομασία τού κλαρινέτου 2. η επάνω έκταση τής μπαρόκ τρομπέτας, από την 8η ώς την 20ή ή και υψηλότερη αρμονική 3. φρ. (συν. με σκωπτική διάθεση) «στέκεται κλαρίνο» στέκεται… … Dictionary of Greek
ορθώνω — (ΑΜ ὀρθῶ, όω) [ορθός] 1. σηκώνω κάτι που έπεσε ή βρίσκεται κάτω 2. φέρνω σε όρθια θέση κάτι που έχει λοξή στάση 3. μέσ. ορθώνομαι, ὀρθοῡμαι, όομαι σηκώνομαι και στέκομαι όρθιος νεοελλ. 1. (η προστ. αορ.) όρθωσον ναυτ. παράγγελμα που δίνεται προς… … Dictionary of Greek
σχήμα — Χαρακτηρίζεται έτσι στα μαθηματικά κάθε υποσύνολο του επίπεδου είτε του συνηθισμένου χώρου. Έτσι οι καμπύλες (επίπεδες είτε όχι), οι επιφάνειες, τα στερεά του χώρου, τα μέρη του επίπεδου, που αποτελούν το εσωτερικό μιας απλής κλειστής καμπύλης… … Dictionary of Greek